νεκροθάλαμος

νεκροθάλαμος
cenaze odası

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεκροθάλαμος — ο ο νεκρικός θάλαμος, δωμάτιο όπου τοποθετούν τον νεκρό πριν από την ταφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek

  • νεκροθάλαμος — ο θάλαμος νοσοκομείου ή νεκροταφείου όπου τοποθετείται ο νεκρός ώσπου να ταφεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”